- πρωτοψάλτης
- ο, ΝΜΑεκκλ. αυτός που κατέχει την πρωτοκαθεδρία στον χορό τών ψαλτών, ο πρώτος ανάμεσα στους ψάλτες τής εκκλησίαςαρχ.ο πρώτος παίκτης κρουστού οργάνου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρωτοψάλτης — chief harpist masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοψάλτης — ο ο πρώτος από τους ψάλτες, αλλ. χοράρχης και δομέστιχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρωτοψάλται — πρωτοψάλτης chief harpist masc nom/voc pl πρωτοψάλτᾱͅ , πρωτοψάλτης chief harpist masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοψαλτῶν — πρωτοψάλτης chief harpist masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοψάλτην — πρωτοψάλτης chief harpist masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοψάλτου — πρωτοψάλτης chief harpist masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δανιήλ — I (7ος 6ος αι. π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Υπήρξε ένας από τους μεγάλους Εβραίους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Ο Δ., το όνομα του οποίου στα εβραϊκά σημαίνει ο θεός κρίνει, μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα με την πρώτη ομάδα Εβραίων (605 π.Χ.)… … Dictionary of Greek
θεοφανής — I (1ος αι. π.Χ.). Ιστορικός από τη Μυτιλήνη. Παρακολούθησε τις εκστρατείες του Πομπήιου και τις περιέγραψε, συγκρίνοντάς τις με εκείνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αυτό κολάκευσε τον Πομπήιο, που τον αναγόρευσε, το 61 π.Χ., Ρωμαίο πολίτη. Στον… … Dictionary of Greek
λαμπαδάριος — Εκκλησιαστικός τίτλος που απονεμόταν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε δύο κατώτερους κληρικούς, έργο των οποίων ήταν η συντήρηση και ο καθαρισμός των λαμπάδων των εκκλησιών. Επίσης, οι λ. κρατούσαν τις λαμπάδες την ώρα που εισερχόταν ο… … Dictionary of Greek
πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… … Dictionary of Greek